- ὀπτηθῆναι
- ὀπτάωroastaor inf pass (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέπανος — ον, και, κατά τον Ησύχ., πεπανός, όν, ΜΑ ώριμος, τρυφερός, μαλακός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «πεπανός ὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι» 2. (το αρσ. συγκριτ.) πεπανώτερος (για πρόσ.) μτφ. αυτός που είναι πιο έμπειρος από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek